γείωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γείωση | οι | γειώσεις |
γενική | της | γείωσης* | των | γειώσεων |
αιτιατική | τη | γείωση | τις | γειώσεις |
κλητική | γείωση | γειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγείωση θηλυκό
- αγώγιμη σύνδεση με τη γη ή άλλο δοχείο μηδενικού δυναμικού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γείωση
|
Αναφορές
επεξεργασία</references>
- ↑ γείωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας