Δείτε επίσης: Massa

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

massa (es)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
massa masse

massa (it)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
massa < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική μᾶζα. Για τη γραφή με δύο ⟨ss⟩, δείτε massa στο αγγλικό Βικιλξικό.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

massa (la), -ae

Απόγονοι

επεξεργασία

massa (λατινικά)

αγγλικά: mass
γαλλικά: masse
γερμανικά: Masse
ισπανικά: masa
ιταλικά: massa

→ και δείτε τη λέξη  massa στο αγγλικό Βικιλξικό.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

massa (pt)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

massa (fi)