Masse
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Masse | die | Massen |
γενική | der | Masse | der | Massen |
δοτική | der | Masse | den | Massen |
αιτιατική | die | Masse | die | Massen |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Masse < παλαιά άνω γερμανική massa < λατινική massa < αρχαία ελληνική μᾶζα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαMasse (de) θηλυκό
- (φυσική) η μάζα
- Kraft ist gleich Masse mal Beschleunigung.
- Η δύναμη ισούται με τη μάζα επί την επιτάχυνση.
- Kraft ist gleich Masse mal Beschleunigung.
- μεγάλη ποσότητα από κάτι
- (στη μαγειρική) το μείγμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Masse στη γερμανική Βικιπαίδεια
Φλαμανδικά (vls)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Masse < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαMasse αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [1]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Wallonie του Βελγίου
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Masse < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαMasse αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [2]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Wallonie του Βελγίου