Masse
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Masse | die Massen |
γενική | der Masse | der Massen |
δοτική | der Masse | den Massen |
αιτιατική | die Masse | die Massen |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Masse < παλαιά άνω γερμανική massa < λατινική massa < αρχαία ελληνική μᾶζα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Masse (de) θηλυκό
- (φυσική) η μάζα
- Kraft ist gleich Masse mal Beschleunigung.
- Η δύναμη ισούται με τη μάζα επί την επιτάχυνση.
- Kraft ist gleich Masse mal Beschleunigung.
- μεγάλη ποσότητα από κάτι
- (στη μαγειρική) το μείγμα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Masse στη γερμανική Βικιπαίδεια