μείγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μείγμα | τα | μείγματα |
γενική | του | μείγματος | των | μειγμάτων |
αιτιατική | το | μείγμα | τα | μείγματα |
κλητική | μείγμα | μείγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μείγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεῖγμα. Και γραφές μῖγμα, μίγμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μείγ‐μα
- ομόηχο: μίγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμείγμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα της ανάμειξης δυο ή περισσότερων ουσιών