μῖγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μῖγμᾰ | τὰ | μίγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | μίγμᾰτος | τῶν | μιγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | μίγμᾰτῐ | τοῖς | μίγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | μῖγμᾰ | τὰ | μίγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | μῖγμᾰ | μίγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μίγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μιγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμῖγμα ουδέτερο