Επίθετο

επεξεργασία

mass (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mass masses

mass (en)

ενεστώτας mass
γ΄ ενικό ενεστώτα masses
αόριστος massed
παθητική μετοχή massed
ενεργητική μετοχή massing

mass (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, μαζευόμαστε σε μεγάλους αριθμούς, συγκεντρώνω ανθρώπους ή πράγματα μαζί σε μεγάλους αριθμούς
    ⮡  Troops are massing at the border.
    Στρατεύματα συγκεντρώνονται στα σύνορα.

Παράγωγα

επεξεργασία