Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γειώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

γειώνω, πρτ.: γείωνα, στ.μέλλ.: θα γειώσω, αόρ.: γείωσα, παθ.φωνή: γειώνομαι, μτχ.π.π.: γειωμένος

  1. παρέχω ηλεκτρική γείωση σε κάποιο αντικείμενο
  2. (μεταφορικά) έχω γραμμένο κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία