γειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γειώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαγειώνω, πρτ.: γείωνα, στ.μέλλ.: θα γειώσω, αόρ.: γείωσα, παθ.φωνή: γειώνομαι, μτχ.π.π.: γειωμένος
- παρέχω ηλεκτρική γείωση σε κάποιο αντικείμενο
- (μεταφορικά) έχω γραμμένο κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γειώνω | γείωνα | θα γειώνω | να γειώνω | γειώνοντας | |
β' ενικ. | γειώνεις | γείωνες | θα γειώνεις | να γειώνεις | γείωνε | |
γ' ενικ. | γειώνει | γείωνε | θα γειώνει | να γειώνει | ||
α' πληθ. | γειώνουμε | γειώναμε | θα γειώνουμε | να γειώνουμε | ||
β' πληθ. | γειώνετε | γειώνατε | θα γειώνετε | να γειώνετε | γειώνετε | |
γ' πληθ. | γειώνουν(ε) | γείωναν γειώναν(ε) |
θα γειώνουν(ε) | να γειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γείωσα | θα γειώσω | να γειώσω | γειώσει | ||
β' ενικ. | γείωσες | θα γειώσεις | να γειώσεις | γείωσε | ||
γ' ενικ. | γείωσε | θα γειώσει | να γειώσει | |||
α' πληθ. | γειώσαμε | θα γειώσουμε | να γειώσουμε | |||
β' πληθ. | γειώσατε | θα γειώσετε | να γειώσετε | γειώστε | ||
γ' πληθ. | γείωσαν γειώσαν(ε) |
θα γειώσουν(ε) | να γειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γειώσει | είχα γειώσει | θα έχω γειώσει | να έχω γειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γειώσει | είχες γειώσει | θα έχεις γειώσει | να έχεις γειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γειώσει | είχε γειώσει | θα έχει γειώσει | να έχει γειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γειώσει | είχαμε γειώσει | θα έχουμε γειώσει | να έχουμε γειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γειώσει | είχατε γειώσει | θα έχετε γειώσει | να έχετε γειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γειώσει | είχαν γειώσει | θα έχουν γειώσει | να έχουν γειώσει |
|