γειωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
γειωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γειώνω
- που πλέον βρίσκεται στη γη
- κύκλωμα ή συσκευή που έχει γειωθεί ηλεκτρικά
- (μεταφορικά) μετρημένος και λογικός
- (μεταφορικά) αυτός που κάτι "του έκοψε την φόρα"/"του έκοψε τα φτερά"/τον ξενέρωσε
Μεταφράσεις επεξεργασία
γειωμένος
|