ξενερωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενερώνω
Μετοχή επεξεργασία
ξενερωμένος, -η, -ο
→ δείτε τη λέξη ξενερώνω
- αυτός που ενώ αρχικά ήταν ενθουσιασμένος με κάτι (ή είχε καλή γνώμη για κάτι), μετά έχασε το πάθος του ή άλλαξε γνώμη, (συνήθως) γιατί συνέβει κάτι αρνητικό που προκάλεσε αυτήν την μεταστροφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενερωμένος