Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενερώνω < ξε- + νερώνω

ξενερώνω

  1. συνέρχομαι από μεθύσι ή από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, επανέρχομαι σε νηφάλια κατάσταση
  2. (μεταφορικά) χάνω κάθε διάθεση ευθυμίας ή ευχαρίστησης λόγω κάποιου ξαφνικού γεγονότος
    • μεταστρέφω θετική γνώμη συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
      ξαφνικά άρχισε να ρεύεται και ξενέρωσα τελείως!

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία