ξενέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενέρωμα < ξενερ(ώνω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενέρωμα ουδέτερο
- (σπάνιο) (κυριολεκτικά) προσθήκη νερού σε κρασί
- μεταστροφή θετικής γνώμης συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
- παύση θετικού κλίματος (εκλαμβανόμενου συναισθηματικά) συνήθως με μεταστροφή σε αρνητικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξενέρωμα