Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενέρωμα τα ξενερώματα
      γενική του ξενερώματος των ξενερωμάτων
    αιτιατική το ξενέρωμα τα ξενερώματα
     κλητική ξενέρωμα ξενερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενέρωμα < ξενερ(ώνω) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενέρωμα ουδέτερο

  1. (σπάνιο) (κυριολεκτικά) προσθήκη νερού σε κρασί
  2. μεταστροφή θετικής γνώμης συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
  3. παύση θετικού κλίματος (εκλαμβανόμενου συναισθηματικά) συνήθως με μεταστροφή σε αρνητικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία