Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταστροφή οι μεταστροφές
      γενική της μεταστροφής των μεταστροφών
    αιτιατική τη μεταστροφή τις μεταστροφές
     κλητική μεταστροφή μεταστροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταστροφή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταστροφή θηλυκό

  • γενικά μεταστροφή χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε στροφή προς άλλη κατεύθυνση, μεταβολή

  Μεταφράσεις επεξεργασία