Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

νερώνω < νερ(ό) + -ώνω

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /neˈɾo.no/

  Ρήμα Επεξεργασία

νερώνω (παθητική φωνή: νερώνομαι)

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία