• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αραίωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Σύνθετα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αραίωση οι αραιώσεις
      γενική της αραίωσης* των αραιώσεων
    αιτιατική την αραίωση τις αραιώσεις
     κλητική αραίωση αραιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αραιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αραίωση < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αραίωση θηλυκό

  • η ελάττωση

Σύνθετα

επεξεργασία
  • ψαλίδι αραίωσης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αραίωση
  • αγγλικά : dilution (en)
  • γαλλικά : dilution (fr), raréfaction (fr)
  • γερμανικά : Verdünnung (de)
  • ιταλικά : diluizione (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αραίωση&oldid=7090868"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαρτίου 2025, στις 19:09

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαρτίου 2025, στις 19:09. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας