Ετυμολογία

επεξεργασία
dilution < λατινική dilutio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dilution dilutions

dilution (fr) θηλυκό

  1. η διάλυση
  2. το διάλυμα
  3. η αραίωση

Συγγενικά

επεξεργασία