νόθευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νόθευση | οι | νοθεύσεις |
γενική | της | νόθευσης* | των | νοθεύσεων |
αιτιατική | τη | νόθευση | τις | νοθεύσεις |
κλητική | νόθευση | νοθεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοθεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νόθευση < νόθευσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίανόθευση θηλυκό
- αλλοίωση υλικών πραγμάτων κατά την σύσταση, το περιεχόμενο, την ποιότητα ή την ταυτότητα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νόθευση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νόθευση