Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόθευση οι νοθεύσεις
      γενική της νόθευσης* των νοθεύσεων
    αιτιατική τη νόθευση τις νοθεύσεις
     κλητική νόθευση νοθεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοθεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νόθευση < νόθευσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νόθευση θηλυκό

  • αλλοίωση υλικών πραγμάτων κατά την σύσταση, το περιεχόμενο, την ποιότητα ή την ταυτότητα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία