ξενέρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενέρωτος < ξενερώ(νω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαξενέρωτος, -η, -ο
- (οικείο) ανιαρός, που προκαλεί πλήξη, χωρίς παιγνιώδη διάθεση
- εγώ σε αυτό το μπαρ δεν ξαναπατάω, είναι εντελώς ξενέρωτο, για συνταξιούχους
- αυτός που έχει ξεμεθύσει