↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενέρωτος η ξενέρωτη το ξενέρωτο
      γενική του ξενέρωτου της ξενέρωτης του ξενέρωτου
    αιτιατική τον ξενέρωτο την ξενέρωτη το ξενέρωτο
     κλητική ξενέρωτε ξενέρωτη ξενέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενέρωτοι οι ξενέρωτες τα ξενέρωτα
      γενική των ξενέρωτων των ξενέρωτων των ξενέρωτων
    αιτιατική τους ξενέρωτους τις ξενέρωτες τα ξενέρωτα
     κλητική ξενέρωτοι ξενέρωτες ξενέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενέρωτος < ξενερώ(νω) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξενέρωτος, -η, -ο

  1. (οικείο) ανιαρός, που προκαλεί πλήξη, χωρίς παιγνιώδη διάθεση
    εγώ σε αυτό το μπαρ δεν ξαναπατάω, είναι εντελώς ξενέρωτο, για συνταξιούχους
  2. αυτός που έχει ξεμεθύσει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία