• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

tame

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ρήμα
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

tame (en)

  1. (αμετάβατο) δαμάζομαι, ημερεύω, εξημερώνομαι
  2. (μεταβατικό) δαμάζω, εξημερώνω

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

tame (en)

  1. ήμερος, εξημερωμένος
  2. βαρετός, ξενέρωτος, ανιαρός, κοινότοπος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • tameless
  • tameness
  • tamer
  • untamed
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=tame&oldid=3915666"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Μαΐου 2017, στις 15:35

Γλώσσες

    • Asturianu
    • Azərbaycanca
    • Català
    • Čeština
    • Cymraeg
    • Dansk
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Occitan
    • Oromoo
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Simple English
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • Wolof
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Μαΐου 2017, στις 15:35.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie