Ετυμολογία

επεξεργασία

δαμάζω (παθητική φωνή: δαμάζομαι)

  1. εκπαιδεύω άγριο ζώο, ώστε να εξημερωθεί ή να υπακούει σε κάποιες εντολές
  2. (μεταφορικά) ηρεμώ, κάνω κάποιον υπάκουο
  3. (κατ’ επέκταση) υποτάσσω, ελέγχω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία