Ετυμολογία

επεξεργασία
δαμάζω < αρχαία ελληνική δαμάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðaˈma.zo/

δαμάζω (παθητική φωνή: δαμάζομαι)

  1. εκπαιδεύω άγριο ζώο, ώστε να εξημερωθεί ή να υπακούει σε κάποιες εντολές
  2. (μεταφορικά) ηρεμώ, κάνω κάποιον υπάκουο
  3. (κατ’ επέκταση) υποτάσσω, ελέγχω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία