αδάμαστα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αδάμαστα < αδάμαστος
Επίρρημα Επεξεργασία
αδάμαστα
- χωρίς να μπορεί κάποιος να δαμάσει τη φύση ή τις ενέργειες του προσώπου ή της δύναμης για την οποία γίνεται λόγος
- Εμείς εδώ επιμένουμε αδάμαστα ελληνικά (από ομιλία του Πάρι Κουκουλόπουλου, Προέδρου της ΚΕΔΚΕ, στα εγκαίνια του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αδάμαστα
|