Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αδάμαστα < αδάμαστος

  Επίρρημα Επεξεργασία

αδάμαστα

  1. χωρίς να μπορεί κάποιος να δαμάσει τη φύση ή τις ενέργειες του προσώπου ή της δύναμης για την οποία γίνεται λόγος
    Εμείς εδώ επιμένουμε αδάμαστα ελληνικά (από ομιλία του Πάρι Κουκουλόπουλου, Προέδρου της ΚΕΔΚΕ, στα εγκαίνια του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης)

  Μεταφράσεις Επεξεργασία