Δείτε επίσης: ἐξημερώνω

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξημερώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξημερ(ῶ) (συνηρημένος τύπος του ἐξημερόω: ξεχερσώνω γη, με ελληνιστική σημασία: εξανθρωπίζω) + -ώνω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + ημερώνω < ήμερος. Διαφορετικής σημασίας το μεσαιωνικό ἐξημερώνω
ΔΦΑ : /e.ksi.meˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξημερώνω
παλιότερος συλλαβισμός: εξημερώνω

εξημερώνω, αόρ.: εξημέρωσα, παθ.φωνή: εξημερώνομαι, π.αόρ.: εξημερώθηκα, μτχ.π.π.: εξημερωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία