εξημερώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksi.meˈɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξη‐με‐ρώ‐νο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐η‐με‐ρώ‐νο‐μαι
- ομόηχο: εξημερώνομε
Ρήμα
επεξεργασίαεξημερώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξημερώνω → δείτε και την κλίση