Ετυμολογία

επεξεργασία

ημερώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι ή κάποιον ήμερο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο ήμερος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία