Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ημερώνω < αρχαία ελληνική ἡμερόω

  Ρήμα επεξεργασία

ημερώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι ή κάποιον ήμερο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο ήμερος

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία