Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξημέρωμα τα εξημερώματα
      γενική του εξημερώματος των εξημερωμάτων
    αιτιατική το εξημέρωμα τα εξημερώματα
     κλητική εξημέρωμα εξημερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξημέρωμα < εξημερώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξημέρωμα ουδέτερο

  • η εξημέρωση, η συστηματική εφαρμογή μέτρων για την αλλαγή της συμπεριφοράς ζώου ή φαινομένου ώστε να είναι λιγότερο άγριο ή/και να υπακούει σε ανθρώπινο έλεγχο

  Μεταφράσεις επεξεργασία