υπακούω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπακούω < αρχαία ελληνική ὑπακούω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
υπακούω
- ακολουθώ τις εντολές, πειθαρχώ στις διαταγές που δέχομαι
- (για μηχανήματα) λειτουργώ κανονικά και ανταποκρίνομαι στις εντολές του χειριστή
- ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν υπάκουσε κι έπεσε πάνω στο προπορευόμενο όχημα
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- εξυπακούεται
- υπακοή
- υπακούοντας
- υπάκουος
- και → δείτε τη λέξη ακούω