υπακοή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπακοή | οι | υπακοές |
γενική | της | υπακοής | — | |
αιτιατική | την | υπακοή | τις | υπακοές |
κλητική | υπακοή | υπακοές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπακοή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπακοή < ὑπακούω. Μορφολογικά αναλύεται σε υπ- + ακοή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pa.koˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πα‐κο‐ή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπακοή θηλυκό
- το να υπακούει κάποιος στους ανωτέρους του ή στους νόμους, να εκτελεί τις εντολές τους, να συμμορφώνεται προς τα κελεύσματά τους
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις υπακούω, υπό και ακούω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπακοή
Πηγές
επεξεργασία- υπακοή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπακοή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)