υπάκουος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπάκουος | η | υπάκουη | το | υπάκουο |
γενική | του | υπάκουου | της | υπάκουης | του | υπάκουου |
αιτιατική | τον | υπάκουο | την | υπάκουη | το | υπάκουο |
κλητική | υπάκουε | υπάκουη | υπάκουο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπάκουοι | οι | υπάκουες | τα | υπάκουα |
γενική | των | υπάκουων | των | υπάκουων | των | υπάκουων |
αιτιατική | τους | υπάκουους | τις | υπάκουες | τα | υπάκουα |
κλητική | υπάκουοι | υπάκουες | υπάκουα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπάκουος < ελληνιστική κοινή ὑπακουός με μετακίνηση τόνου[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpa.ku.os/ αρσενικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπάκουος αρσενικό, υπάκουη θηλυκό, υπάκουο ουδέτερο
- που υπακούει στις υποδείξεις, τις διαταγές ή τους κανόνες κάποιου άλλου
- υπάκουος μαθητής / πολίτης
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπάκουος
Επεξεργασία
- ↑ «υπάκουος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.