υπάκουος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπάκουος < ελληνιστική κοινή ὑπακουός με μετακίνηση τόνου[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπάκουος αρσενικό, υπάκουη θηλυκό, υπάκουο ουδέτερο
- που υπακούει στις υποδείξεις, τις διαταγές ή τους κανόνες κάποιου άλλου
- υπάκουος μαθητής / πολίτης
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπάκουος
Επεξεργασία
- ↑ «υπάκουος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.