κέλευσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέλευσμα < αρχαία ελληνική κέλευσμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέλευσμα ουδέτερο
- το παράγγελμα, το πρόσταγμα
Συγγενικά
επεξεργασία- επικελευστής
- κελευστής
- → δείτε τη λέξη τσούρμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακέλευσμα < κελεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέλευσμα ουδέτερο (και κέλευμα)