Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέλευσμα τα κελεύσματα
      γενική του κελεύσματος των κελευσμάτων
    αιτιατική το κέλευσμα τα κελεύσματα
     κλητική κέλευσμα κελεύσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέλευσμα < αρχαία ελληνική κέλευσμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέλευσμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέλευσμα < κελεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέλευσμα ουδέτερο (και κέλευμα)

  1. κέλευσμα

Συγγενικά επεξεργασία