Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κελευστής οι κελευστές
      γενική του κελευστή των κελευστών
    αιτιατική τον κελευστή τους κελευστές
     κλητική κελευστή κελευστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κελευστής < κελεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κελευστής αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία