↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχικελευστής οι αρχικελευστές
      γενική του αρχικελευστή των αρχικελευστών
    αιτιατική τον αρχικελευστή τους αρχικελευστές
     κλητική αρχικελευστή αρχικελευστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχικελευστής < αρχή + κελευστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχικελευστής αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία