δίοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δίοπος | οι | δίοποι |
γενική | του | δίοπου & διόπου |
των | δίοπων & διόπων |
αιτιατική | τον | δίοπο | τους | δίοπους & διόπους |
κλητική | δίοπε | δίοποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίοπος < αρχαία ελληνική δίοπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δίοπος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) ο κατώτερος βαθμός στο πολεμικό ναυτικό αντίστοιχος του δεκανέα στο στρατό ξηράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
δίοπος < διέπω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δίοπος
- κυβερνήτης, διοικητής
- κυβερνήτης πλοίου
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
δίοπος
- που έχει δύο τρύπες