Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δεκανέας οι δεκανείς
      γενική του
του/της
δεκανέα
δεκανέως
των δεκανέων
    αιτιατική τον/τη δεκανέα τους/τις δεκανείς
     κλητική δεκανέα δεκανείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκανέας < δεκανεύς < δεκανός < δεκανία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκανέας αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία