↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποκελευστής οι υποκελευστές
      γενική του υποκελευστή των υποκελευστών
    αιτιατική τον υποκελευστή τους υποκελευστές
     κλητική υποκελευστή υποκελευστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποκελευστής (μαρτυρείται από το 1858)[1] < υπο- + κελευστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποκελευστής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1052, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου