συμμορφώνομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμμορφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος συμμορφώνω
ΡήμαΕπεξεργασία
συμμορφώνομαι
- αλλάζω τη συμπεριφορά μου, ώστε να είναι συμβατή με κάποια αρχή
- Συμμορφώθηκα με τον κανονισμό του τρένου και έσβησα το τσιγάρο.
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμμορφώνομαι | συμμορφωνόμουν(α) | θα συμμορφώνομαι | να συμμορφώνομαι | ||
β' ενικ. | συμμορφώνεσαι | συμμορφωνόσουν(α) | θα συμμορφώνεσαι | να συμμορφώνεσαι | (συμμορφώνου) | |
γ' ενικ. | συμμορφώνεται | συμμορφωνόταν(ε) | θα συμμορφώνεται | να συμμορφώνεται | ||
α' πληθ. | συμμορφωνόμαστε | συμμορφωνόμαστε συμμορφωνόμασταν |
θα συμμορφωνόμαστε | να συμμορφωνόμαστε | ||
β' πληθ. | συμμορφώνεστε | συμμορφωνόσαστε συμμορφωνόσασταν |
θα συμμορφώνεστε | να συμμορφώνεστε | (συμμορφώνεστε) | |
γ' πληθ. | συμμορφώνονται | συμμορφώνονταν συμμορφωνόντουσαν |
θα συμμορφώνονται | να συμμορφώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμμορφώθηκα | θα συμμορφωθώ | να συμμορφωθώ | συμμορφωθεί | ||
β' ενικ. | συμμορφώθηκες | θα συμμορφωθείς | να συμμορφωθείς | συμμορφώσου | ||
γ' ενικ. | συμμορφώθηκε | θα συμμορφωθεί | να συμμορφωθεί | |||
α' πληθ. | συμμορφωθήκαμε | θα συμμορφωθούμε | να συμμορφωθούμε | |||
β' πληθ. | συμμορφωθήκατε | θα συμμορφωθείτε | να συμμορφωθείτε | συμμορφωθείτε | ||
γ' πληθ. | συμμορφώθηκαν συμμορφωθήκαν(ε) |
θα συμμορφωθούν(ε) | να συμμορφωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμμορφωθεί | είχα συμμορφωθεί | θα έχω συμμορφωθεί | να έχω συμμορφωθεί | συμμορφωμένος | |
β' ενικ. | έχεις συμμορφωθεί | είχες συμμορφωθεί | θα έχεις συμμορφωθεί | να έχεις συμμορφωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμμορφωθεί | είχε συμμορφωθεί | θα έχει συμμορφωθεί | να έχει συμμορφωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμμορφωθεί | είχαμε συμμορφωθεί | θα έχουμε συμμορφωθεί | να έχουμε συμμορφωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμμορφωθεί | είχατε συμμορφωθεί | θα έχετε συμμορφωθεί | να έχετε συμμορφωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμμορφωθεί | είχαν συμμορφωθεί | θα έχουν συμμορφωθεί | να έχουν συμμορφωθεί |