δαμαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δαμαστής | οι | δαμαστές |
γενική | του | δαμαστή | των | δαμαστών |
αιτιατική | τον | δαμαστή | τους | δαμαστές |
κλητική | δαμαστή | δαμαστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδαμαστής αρσενικό
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δαμαστής
|