tamer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- tamer < tame (επίθετο: ήμερος) + -er συγκριτικό
Επίθετο
επεξεργασίαtamer (en)
- συγκριτικός βαθμός του tame
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tamer | tamers |
- tamer < tame (ρήμα: εξημερώνω) + -er για ουσιαστικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtamer (en)