dull
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdull (en)
- ανιαρός, πληκτικός, βαρετός
- αμβλύς, όχι κοφτερός (πχ για ένα μαχαίρι)
- υποφώτιστος, υποφωτισμένος, όχι ιδιαίτερα λαμπερός, υποφέγγων, σκοτεινός
- θαμπός, ματ, μη αστραφτερός, μη γυαλιστερός
- αργόστροφος