αμβλύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμβλύς | η | αμβλεία | το | αμβλύ |
γενική | του | αμβλύ & αμβλέος |
της | αμβλείας | του | αμβλέος |
αιτιατική | τον | αμβλύ | την | αμβλεία | το | αμβλύ |
κλητική | αμβλύ | αμβλεία | αμβλύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμβλείς | οι | αμβλείες | τα | αμβλέα |
γενική | των | αμβλέων | των | αμβλειών | των | αμβλέων |
αιτιατική | τους | αμβλείς | τις | αμβλείες | τα | αμβλέα |
κλητική | αμβλείς | αμβλείες | αμβλέα | |||
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμβλύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμβλύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɱˈvlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐βλύς
Επίθετο
επεξεργασίααμβλύς, -εία, -ύ, συγκριτικός : αμβλύτερος, υπερθετικός : αμβλύτατος
- που στην άκρη του είναι κάπως πλατύς κι όχι οξύς ή μυτερός
- που η έντασή του δεν είναι μεγάλη
- ≈ συνώνυμα: αδυνατισμένος, άτονος, εξασθενημένος, χαλαρός
- ≠ αντώνυμα: οξύς
- (μεταφορικά) βλάκας, ηλίθιος, αργόστροφος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλατύς
αμβλεία γωνία