émoussé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émoussé | émoussés |
θηλυκό | émoussée | émoussées |
émoussé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émoussé | émoussés |
θηλυκό | émoussée | émoussées |
émoussé (fr)