αδυνατισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδυνατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αδυνατίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ði.na.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δυ‐να‐τι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααδυνατισμένος -η -ο
- που έχει αδυνατίσει, έχει χάσει σωματικό βάρος
- που έχει υποστεί μείωση της δύναμής του, της ισχύος του ή της έντασής του