Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξασθενημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξασθενημέν
ος
η
εξασθενημέν
η
το
εξασθενημέν
ο
γενική
του
εξασθενημέν
ου
της
εξασθενημέν
ης
του
εξασθενημέν
ου
αιτιατική
τον
εξασθενημέν
ο
την
εξασθενημέν
η
το
εξασθενημέν
ο
κλητική
εξασθενημέν
ε
εξασθενημέν
η
εξασθενημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξασθενημέν
οι
οι
εξασθενημέν
ες
τα
εξασθενημέν
α
γενική
των
εξασθενημέν
ων
των
εξασθενημέν
ων
των
εξασθενημέν
ων
αιτιατική
τους
εξασθενημέν
ους
τις
εξασθενημέν
ες
τα
εξασθενημέν
α
κλητική
εξασθενημέν
οι
εξασθενημέν
ες
εξασθενημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξασθενημένος
<
εξασθενώ
Μετοχή
επεξεργασία
εξασθενημένος, -η, -ο
που έχει
εξασθενήσει
, που έχει χάσει τις
δυνάμεις
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξασθενημένος
γαλλικά
:
affaibli
(fr)
,
faible
(fr)