ματ
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- ματ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mat (προφορά /ma/) με προφορά /mat/ με απώτερη αρχή μετοχή από τη λατινική madeo (είμαι βρεγμένος, μεθώ) στην οποία δόθηκε σημασία "είμα θολός από το μεθύσι", και μετά, "μη στιλπνός"[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ματ άκλιτο
- αλαμπής, που δεν αντανακλά το φως, που δεν γυαλίζει, μη γυαλιστερός, ελαφρώς τραχύς επιφανειακά, μη στιλπνός
- ↪ προτιμάει να εκτυπώνει τις φωτογραφίες του σε χαρτί ματ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μη στιλπνός
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- ματ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mat < σκακιστική φράση échec et mat, échec et mat (σαχ και ματ) < από την αραβική φράση شَاهُ مَاتَ (šāhu māta, ο βασιλιάς [είναι] νεκρός), شاه (šāh, o βασιλιάς) مات (mat, νεκρός) < περσική شاه مات (šah mât, ο βασιλιάς [είναι] έκπληκτος), شاه (βασιλιάς), مات (έκπληκτος)[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ματ ουδέτερο άκλιτο
- (σκάκι) η κατάσταση σε ένα παιχνίδι σκακιού κατά την οποία ο βασιλιάς του ενός παίκτη απειλείται από τον αντίπαλό του χωρίς καμία κίνηση διαφυγής
- (μεταφορικά) η κίνηση που εξασφαλίζει την επιτυχία έναντι ενός αντιπάλου
- ※ Σε λίγο κάνει μια κίνηση ματ, αφήνοντας τον και έρωτα του να εκδηλωθεί. Την κοιτάζει κατάματα έντονα. (Χριστόφορος Παπαδόπουλος, Μαρίνα, η κόρη της θάλασσας, 2018 [1])
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σκάκι
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.