ΜΑΤ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΜΑΤ < : Μονάδες Αποκατάστασης [της] Τάξης, από τη δεκαετία του 1970
Προφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαΜ.Α.Τ. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο
- αστυνομικές ομάδες καταστολής διαδηλώσεων και ταραχών
Σημειώσεις
επεξεργασία- αποκαλούνται "τα ΜΑΤ" (ουδέτερο, πληθυντικός) παρά το ότι πρόκειται για τις μονάδες