Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ακρωνύμια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρωνύμιο τα ακρωνύμια
      γενική του ακρωνύμιου
& ακρωνυμίου
των ακρωνύμιων
& ακρωνυμίων
    αιτιατική το ακρωνύμιο τα ακρωνύμια
     κλητική ακρωνύμιο ακρωνύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακρωνύμιο ουδέτερο

  • (γλωσσολογία) συντομευμένη μορφή (συντομομορφή) ενός πολυλεκτικού όρου ή ονόματος (π.χ. επωνυμίας) που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα ή από ορισμένες συλλαβές του πλήρους όρου ή ονόματος και προφέρεται συλλαβικά σαν κανονική λέξη. Τα γράμματα ενός ακρωνυμίου γράφονται κεφαλαία και κανονικά, χωρίς τελείες ανάμεσα τους.[1]
    ταυτόσημα: ακρώνυμο
    ΔΕΗ: Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (προφέρεται: [δεή])
    ΔΗΠΕΘΕ: Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο (προφέρεται: [διπεθέ])
    ΟΗΕ: Oργανισμός Hνωμένων Eθνών (προφέρεται: [οηέ])

Σημειώσεις

επεξεργασία
  1. ακρωνύμιο/ακρώνυμο: προφέρεται συλλαβικά σαν οποιαδήποτε κανονική λέξη (ΔΕΗ)
  2. αρκτικόλεξο: προφέρεται με διαδοχική απαγγελία των ονομάτων των γραμμάτων του (ΦΠΑ)
  3. συντομογραφία: δεν προφέρεται σύντομα αλλά μόνο γράφεται (κτλ: προφορά: και τα λοιπά)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ο ορισμός είναι σύμφωνος με το Διεθνές Πρότυπο ISO 1087-1:2000 και το αντίστοιχο Ελληνικό Πρότυπο ΕΛΟΤ 561.1:2006.