ακρωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακρωνύμιο | τα | ακρωνύμια |
γενική | του | ακρωνύμιου & ακρωνυμίου |
των | ακρωνύμιων & ακρωνυμίων |
αιτιατική | το | ακρωνύμιο | τα | ακρωνύμια |
κλητική | ακρωνύμιο | ακρωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακρωνύμιο < ακρ(ώνυμο) (άκρος, ακρ-) + -ωνύμιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακρωνύμιο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) συντομευμένη μορφή (συντομομορφή) ενός πολυλεκτικού όρου ή ονόματος (π.χ. επωνυμίας) που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα ή από ορισμένες συλλαβές του πλήρους όρου ή ονόματος και προφέρεται συλλαβικά σαν κανονική λέξη. Τα γράμματα ενός ακρωνυμίου γράφονται κεφαλαία και κανονικά, χωρίς τελείες ανάμεσα τους.[1]
Σημειώσεις
επεξεργασία- ακρωνύμιο/ακρώνυμο: προφέρεται συλλαβικά σαν οποιαδήποτε κανονική λέξη (ΔΕΗ)
- αρκτικόλεξο: προφέρεται με διαδοχική απαγγελία των ονομάτων των γραμμάτων του (ΦΠΑ)
- συντομογραφία: δεν προφέρεται σύντομα αλλά μόνο γράφεται (κτλ: προφορά: και τα λοιπά)