Δείτε επίσης: βραχογραφία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραχυγραφία οι βραχυγραφίες
      γενική της βραχυγραφίας των βραχυγραφιών
    αιτιατική τη βραχυγραφία τις βραχυγραφίες
     κλητική βραχυγραφία βραχυγραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχυγραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική brachygraphie[1] < αρχαία ελληνική βραχυ- + -γραφία, βραχύς, γράφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾa.çi.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐χυ‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βραχυγραφία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βραχύς και γράφω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία