βραχυγραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βραχυγραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική brachygraphie[1] < αρχαία ελληνική βραχυ- + -γραφία, βραχύς, γράφω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾa.çi.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χυ‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βραχυγραφία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραχυγραφία
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βραχυγραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας