βραχογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραχογραφία < βράχος + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rock painting)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾa.xo.ɣɾaˈfi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβραχογραφία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βραχογραφία