βράχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | βράχος | οι | βράχοι | τα | βράχια |
γενική | του | βράχου | των | βράχων | — | |
αιτιατική | τον | βράχο | τους | βράχους | τα | βράχια |
κλητική | βράχε | βράχοι | βράχια | |||
όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βράχος < μεσαιωνική ελληνική βράχος (αρσενικό) < ελληνιστική κοινή βράχος (τὸ βράχος) (ουδέτερο) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) < αρχαία ελληνική βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική βραχύς [1]
- Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βράχος αρσενικό
- μεγάλος όγκος από πέτρα
- καθόταν μόνη της στους βράχους της παραλίας
- (ειδικότερα) μεγάλος πέτρινος όγκος που σχηματίζει λόφο
- ο ιζηματογενής βράχος των Ματάλων
- (μεταφορικά) άνθρωπος με μεγάλη σταθερότητα, που δεν υποχωρεί στις αρχές του, αλύγιστος, δυνατός στο σώμα
- ύφαλος ή σκόπελος στη θάλασσα, ξέρα
- έκφραση: στα βράχια
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βράχος
Επεξεργασία
- ↑ «βράχος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.