ριζοβράχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριζοβράχι | τα | ριζοβράχια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ριζοβράχι | τα | ριζοβράχια |
κλητική | ριζοβράχι | ριζοβράχια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαριζοβράχι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ένας σκόπελος, μια θαλάσσια ξέρα