Δείτε επίσης: ρίζα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ριζά
      γενική των ριζών
    αιτιατική τα ριζά
     κλητική ριζά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριζά < ρίζα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾiˈza/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριζά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία