• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

βουνοκορφή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουνοκορφή οι βουνοκορφές
      γενική της βουνοκορφής των βουνοκορφών
    αιτιατική τη βουνοκορφή τις βουνοκορφές
     κλητική βουνοκορφή βουνοκορφές
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βουνοκορφή < βουνό + κορφή

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βουνοκορφή θηλυκό

  • η κορυφή ενός βουνού

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ακροβούνι
  • ακρόβουνο
  • ακρώρεια
  • καταράχι
  • ~κορυφογραμμή
  • κορφοβούνι

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πρόποδες

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • βουνό
  • όρος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βουνοκορφή
  • αγγλικά : mountaintop (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βουνοκορφή&oldid=3741795"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Απριλίου 2017, στις 13:22

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Απριλίου 2017, στις 13:22.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie